- καταναλωτός
- -ή, -ό [καταναλίσκω]ο δεκτικός καταναλώσεως, αυτός που μπορεί να διατεθεί για κατανάλωση, ο καταναλώσιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανάλωτος — κατανάλωτος, ον (Α) [καταναλίσκω] αυτός που έχει τη δυνατότητα να καταναλίσκει … Dictionary of Greek
ακατανάλωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καταναλωθεί ή δεν μπορεί να καταναλωθεί, να ξοδευτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καταναλωτός < καταναλίσκω] … Dictionary of Greek
αναλωτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αναλωθεί, καταναλώσιμος, καταναλωτός 2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλώνω. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796 1880)] … Dictionary of Greek